- θεός
- οθηλ. θεά1. ον με υπερφυσικές δυνάμεις που λατρεύεται από τον άνθρωπο: Οι θεοί του Ολύμπου.2. (στη χριστιανική φιλοσοφία), ο δημιουργός του κόσμου, ο ρυθμιστής των νόμων του σύμπαντος.3. ό,τι αγαπούμε υπερβολικά, το ίνδαλμα: Το χρήμα είναι ο θεός του.4. μτφ., πολύ ωραίος.5. επιφωνηματικές εκφράσεις: Προς Θεού! Για το Θεό! Θεέ μου!6. «Δεν έχει το Θεό του», ενεργεί αλλοπρόσαλλα ή παράτολμα ξεπερνώντας τα όρια.7. « Ελέω Θεού» βασιλιάς, βασιλιάς που του δόθηκε η εξουσία από το Θεό.8. «Ο Θεός να δώσει», μακάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.